Τιμοκρεων

Τιμοκρεων
    Τιμοκρέων
    -οντος ὅ Тимокреонт (уроженец Родоса, лирический поэт первой половины IV в. до н.э.) Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Τιμοκρεων" в других словарях:

  • Τιμοκρέων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τιμοκρέων — Λυρικός ποιητής και αθλητής από τη Ρόδο. Επειδή τον εξόρισαν ως μηδίζοντα, σατίρισε δηκτικά τον Θεμιστοκλή. Σατίρισε επίσης τον ποιητή Σιμωνίδη, που του απάντησε με το επίγραμμα: «Πολλά πιών και πολλά φαγών και πολλά κακ’ ειπών ανθρώπους· κείμαι… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταψηφίζομαι — Α 1. καταδικάζω και εγώ κάποιον με την ψήφο μου («λέγεται δ ὁ Τιμοκρέων ἐπὶ μηδισμῷ φυγεῑν συγκαταψηφισαμένου τοῡ Θεμιστοκλέους», Πλούτ.) 2. συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι με εκλογή («συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»